μπογιαντίζω

μπογιαντίζω
βλ. μπογιατίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μπογιατίζω — και μπογιαντίζω 1. βάφω, χρωματίζω με ελαιοχρώματα ή υδροχρώματα 2. (σχετικά με υποδήματα) επαλείφω με βερνίκι, βερνικώνω, στιλβώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. boyadim, αόρ. τού boyamak] …   Dictionary of Greek

  • χρωματίζω — χρωμάτισα, χρωματίστηκα, χρωματισμένος 1. δίνω χρώμα σε κάτι, το βάφω, το μπογιαντίζω. 2. δίνω χρωματισμό στο λόγο. 3. χαρακτηρίζω κάποιον ότι ανήκει σε ορισμένο πολιτικό κόμμα: Τον χρωμάτισαν αριστερό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”